πιτσουνάκι

πιτσουνάκι
το, Ν
1. μικρό περιστέρι
2. κοριτσόπουλο
3. συν. στον πληθ. τα πιτσουνάκια
(ως θωπευτική προσφώνηση) νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”